- κυδωνίου
- κυδώνιοςquincesmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κυδωνίου — Κυδώνιος quinces masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άχνη — η (AM ἄχνη, Α και ἄχνα, δωρ. τ.) 1. αχνός, ατμός 2. λεπτή σκόνη από αλεύρι 3. σκόνη από μέταλλο αρχ. 1. (για υγρό) αφρός (ιδίως της θάλασσας) 2. δροσιά, πάχνη 3. καπνός 4. το φλούδι που παρασύρει ο άνεμος κατά το λίχνισμα, το λεπτό άχυρο 5. ιατρ … Dictionary of Greek
κυδωνόκουκκον — κυδωνόκουκκον, τὸ (Μ) σπόρος κυδωνιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυδώνι(ον) + κουκ(κ)ί] … Dictionary of Greek
μήλινος — η, ο (ΑΜ μήλινος, ίνη, ον, Α δωρ. τ. μάλινος, ίνη, ον) [μήλον (Ι)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μηλιά ή αυτός που προέρχεται από τη μηλιά νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η μηλίνη αλοιφή που παρασκευάζεται με βάση τον χυμό τών μήλων αρχ. 1. αυτός που … Dictionary of Greek
μήλοψ — μῆλοψ, οπος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει το κίτρινο χρώμα τού μήλου ή τού κυδωνιού («μῆλοψ καρπός» ο σίτος, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + οψ (< ὄψ, ὀπός* «όψη»), πρβλ. οίν οψ] … Dictionary of Greek
μηλόχρους — μηλόχρους, ουν και οος, οον (Μ) αυτός που έχει χρώμα μήλου ή κυδωνιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + χροῦς «χρώμα» (πρβλ. ροδό χρους)] … Dictionary of Greek
υπομήλινος — ον, Α κάπως κίτρινος, υποκίτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μήλινος «αυτός που έχει το χρώμα τού μήλου ή τού κυδωνιού»] … Dictionary of Greek
χρυσόμηλο — το / χρυσόμηλον, ΝΑ νεοελλ. ο καρπός τής χρυσομηλέας, το πορτοκάλι αρχ. είδος κυδωνιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + μῆλον (Ι)] … Dictionary of Greek
παστοκύδωνο — το και κυδωνόπαστο, το γλύκισμα από ζουμί κυδωνιού με ζάχαρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)